- χαμπάρι
- και χαμπέρι, το, Νάκλ.1. είδηση, νέο («τί χαμπάρια;» τί νέα, τί κάνεις;)2. φρ. α) «παίρνω χαμπάρι» — αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαιβ) «δεν έχω χαμπάρι» — αγνοώ τελείωςγ) «ν' ακούσω τα χαμπάρια σου» ή «νά' ρθουν τα χαμπάρια σου»(ως κατάρα) να μάθω ότι πέθανες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. haber «είδηση»].
Dictionary of Greek. 2013.